- συγγένεσθε
- συγγίγνομαιto be born withaor imperat mid 2nd plσυγγίγνομαιto be born withaor ind mid 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγγένεσθ' — συγγένεσθε , συγγίγνομαι to be born with aor imperat mid 2nd pl συγγένεσθε , συγγίγνομαι to be born with aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… … Dictionary of Greek
συγγίγνομαι — και ιων. τ. συγγίνομαι Α [γίγνομαι] 1. γεννιέμαι συγχρόνως με άλλον 2. αρχίζω να υπάρχω συγχρόνως με κάτι άλλο 3. συναναστρέφομαι με κάποιον 4. (για μαθητή ή οπαδό) μαθητεύω κοντά στον δάσκαλό μου («Πρωταγόρας... διαφθείρων τοὺς συγγιγνομένους… … Dictionary of Greek